προέργου
Look at other dictionaries:
προέργου — πρό ἔργνυμι imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέργου — Α βλ. προὔργου … Dictionary of Greek
προύργου — και προέργου Α 1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ. β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.) 2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ… … Dictionary of Greek